μουσομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσομήτωρ]], -ορος, ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Μνήμης) η [[μητέρα]] τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> <i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>].
|mltxt=[[μουσομήτωρ]], -ορος, ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Μνήμης) η [[μητέρα]] τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> <i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>μήτωρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσομήτωρ:''' -ορος, ἡ, η [[μητέρα]] των Μουσών και όλων των τεχνών, λέγεται για τη [[Μνημοσύνη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσομήτωρ Medium diacritics: μουσομήτωρ Low diacritics: μουσομήτωρ Capitals: ΜΟΥΣΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: mousomḗtōr Transliteration B: mousomētōr Transliteration C: mousomitor Beta Code: mousomh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ,

   A the mother of Musesand all arts, epith. of Memory, Id.Pr.461.

German (Pape)

[Seite 211] ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.

Greek (Liddell-Scott)

μουσομήτωρ: -ορος, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère des Muses.
Étymologie: μοῦσα, μήτηρ.

Greek Monolingual

μουσομήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Μνήμης) η μητέρα τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μήτωρ (< μήτηρ) πρβλ. θεο-μήτωρ].

Greek Monotonic

μουσομήτωρ: -ορος, ἡ, η μητέρα των Μουσών και όλων των τεχνών, λέγεται για τη Μνημοσύνη, σε Αισχύλ.