ὠκύτης: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />vitesse, agilité, promptitude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />vitesse, agilité, promptitude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠκύτης:''' -ητος, ἡ, [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[οξύτητα]], [[βιασύνη]], σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ητος, Dor. ὤκυ-τας, ἡ,
A swiftness, fleetness, Pi.P.11.50, E.Ba.1090, Pl.Ax.364c, Arr.An.1.1.13, Hippodam. ap. Stob.4.39.26; ὠ. ψυχῆς Onos.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτης, ὀξύτης, σπουδή, Πινδ. Π. 11. 75, Εὐρ. Βάκχ. 1090· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364C, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 17, Τακτ. 44, Γαλην. τ. 4, σ. 126, 9, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
vitesse, agilité, promptitude.
Étymologie: ὠκύς.
Greek Monotonic
ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτητα, γρηγοράδα, οξύτητα, βιασύνη, σε Πίνδ., Ευρ.