ἀνεθέλητος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεθέλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεπιθύμητος]], [[απευκταίος]]<br /><b>2.</b> στερούμενος βούλησης, [[άβουλος]], [[άγνωμος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεθέλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεπιθύμητος]], [[απευκταίος]]<br /><b>2.</b> στερούμενος βούλησης, [[άβουλος]], [[άγνωμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεθέλητος:''' -ον ([[ἐθέλω]]), [[ανεπιθύμητος]], μη [[ευπρόσδεκτος]], [[απευκταίος]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεθέλητος Medium diacritics: ἀνεθέλητος Low diacritics: ανεθέλητος Capitals: ΑΝΕΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anethélētos Transliteration B: anethelētos Transliteration C: anethelitos Beta Code: a)neqe/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.

German (Pape)

[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voulu, qu’on supporte avec peine.
Étymologie: ἀ, ἐθέλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.

Greek Monotonic

ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.