ἀνθυπείκω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθυπείκω]] (Α) [[υπείκω]]<br />[[υποχωρώ]] με τη [[σειρά]] μου ή [[κάνω]] αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έναντι]] κάποιου άλλου. | |mltxt=[[ἀνθυπείκω]] (Α) [[υπείκω]]<br />[[υποχωρώ]] με τη [[σειρά]] μου ή [[κάνω]] αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έναντι]] κάποιου άλλου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθυπείκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[υποχωρώ]] αμοιβαία, εις [[ανταπόδοση]], <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.
German (Pape)
[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
céder à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπείκω.
Spanish (DGE)
ceder a su vez c. dat. τῇ ... βουλῇ σωφρονούσῃ τὸν δῆμον ἀνθυπείξειν Plu.Cor.18, cf. D.C.45.8.2
•abs. Plu.2.485b, 487b, 488a.
Greek Monolingual
ἀνθυπείκω (Α) υπείκω
υποχωρώ με τη σειρά μου ή κάνω αμοιβαίες υποχωρήσεις έναντι κάποιου άλλου.
Greek Monotonic
ἀνθυπείκω: μέλ. -ξω, υποχωρώ αμοιβαία, εις ανταπόδοση, τινί, σε Πλούτ.