ἀντισήκωσις: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντισήκωσις]], η (Α) [[αντισηκώ]]<br />[[αποκατάσταση]] ισορροπίας, [[αντιστάθμισμα]].
|mltxt=[[ἀντισήκωσις]], η (Α) [[αντισηκώ]]<br />[[αποκατάσταση]] ισορροπίας, [[αντιστάθμισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντισήκωσις:''' -εως, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>, [[ισορροπία]], [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωσις Medium diacritics: ἀντισήκωσις Low diacritics: αντισήκωσις Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΣΙΣ
Transliteration A: antisḗkōsis Transliteration B: antisēkōsis Transliteration C: antisikosis Beta Code: a)ntish/kwsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ, = foreg.,

   A ἀ. γίνεται Hdt.4.50; equivalence, Plot.1.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 compensación ἀ. γίνεται Hdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένης Plot.1.4.14.

Greek Monolingual

ἀντισήκωσις, η (Α) αντισηκώ
αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα.

Greek Monotonic

ἀντισήκωσις: -εως, Ιων. -ιος, , ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα, σε Ηρόδ.