ἀνταναλίσκω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνταναλίσκω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] και εγώ με τη [[σειρά]] μου. | |mltxt=[[ἀνταναλίσκω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] και εγώ με τη [[σειρά]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ᾱλώσω</i>, [[καταστρέφω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A destroy in return, E.Or.1165.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἀναλίσκω), dagegen aufwenden, tödten, Eur. Or. 1163.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανᾱλίσκω: μέλλ. -ᾱλώσω, καταστρέφω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, Εὐρ. Ὀρ. 1165.
French (Bailly abrégé)
faire périr en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
destruir a su vez ἵν' ἀνταναλώσω μὲν οἵ με προύδοσαν E.Or.1165.
Greek Monolingual
ἀνταναλίσκω (Α)
καταστρέφω και εγώ με τη σειρά μου.
Greek Monotonic
ἀντανᾱλίσκω: μέλ. -ᾱλώσω, καταστρέφω ως ανταπόδοση, σε Ευρ.