ἀνταναλίσκω
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
destroy in return, E.Or.1165.
Spanish (DGE)
destruir a su vez ἵν' ἀνταναλώσω μὲν οἵ με προύδοσαν E.Or.1165.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἀναλίσκω), dagegen aufwenden, tödten, Eur. Or. 1163.
French (Bailly abrégé)
faire périr en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντανᾱλίσκω: взаимно или в свою очередь истреблять Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανᾱλίσκω: μέλλ. -ᾱλώσω, καταστρέφω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, Εὐρ. Ὀρ. 1165.
Greek Monolingual
ἀνταναλίσκω (Α)
καταστρέφω και εγώ με τη σειρά μου.
Greek Monotonic
ἀντανᾱλίσκω: μέλ. -ᾱλώσω, καταστρέφω ως ανταπόδοση, σε Ευρ.