ἀντιχορηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[αντίπαλος]] [[χορηγός]] <i>τινί</i>, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχορηγέω Medium diacritics: ἀντιχορηγέω Low diacritics: αντιχορηγέω Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: antichorēgéō Transliteration B: antichorēgeō Transliteration C: antichorigeo Beta Code: a)ntixorhge/w

English (LSJ)

   A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.    II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.

Spanish (DGE)

1 ser corego rival And.4.42
c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.

Greek Monotonic

ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.