προγεννήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[προγενέτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[προγεννήτειρα]], Α<br /><b>1.</b> ο [[προπάτωρ]], ο [[πρώτος]] [[πατέρας]] γένους, ο [[γενάρχης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η πρώτη [[μητέρα]] γενιάς, [[προμήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ προγεννήτορες</i><br />οι πρόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προγεννῶ</i>/[[προγίγνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προηγή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και [[προγενέτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[προγεννήτειρα]], Α<br /><b>1.</b> ο [[προπάτωρ]], ο [[πρώτος]] [[πατέρας]] γένους, ο [[γενάρχης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η πρώτη [[μητέρα]] γενιάς, [[προμήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ προγεννήτορες</i><br />οι πρόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προγεννῶ</i>/[[προγίγνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προηγή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προγεννήτωρ:''' -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγεννήτωρ Medium diacritics: προγεννήτωρ Low diacritics: προγεννήτωρ Capitals: ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΩΡ
Transliteration A: progennḗtōr Transliteration B: progennētōr Transliteration C: progennitor Beta Code: progennh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, in pl.,

   A forefathers, E.Hipp. 1380 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, = Vorigem, παλαιοί, Eur. Hipp. 1380.

Greek (Liddell-Scott)

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν τῷ πληθ. προγεννήτορες, πρόγονοι, Εὐρ. Ἱππ. 1380.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul.
Étymologie: πρό, γεννάω.

Greek Monolingual

και προγενέτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α
1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ
3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες
οι πρόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. προηγή-τωρ)].

Greek Monotonic

προγεννήτωρ: -ορος, ὁ, στον πληθ., πρόγονοι, σε Ευρ.