σύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμφυρτος:''' -ον, [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, [[σύμμεικτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφυρτος Medium diacritics: σύμφυρτος Low diacritics: σύμφυρτος Capitals: ΣΥΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: sýmphyrtos Transliteration B: symphyrtos Transliteration C: symfyrtos Beta Code: su/mfurtos

English (LSJ)

ον,

   A commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monotonic

σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.