σύμφυρτος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφυρτος Medium diacritics: σύμφυρτος Low diacritics: σύμφυρτος Capitals: ΣΥΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: sýmphyrtos Transliteration B: symphyrtos Transliteration C: symfyrtos Beta Code: su/mfurtos

English (LSJ)

σύμφυρτον, commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.

Russian (Dvoretsky)

σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monotonic

σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

Middle Liddell

σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]

English (Woodhouse)

confounded, mixed in a heap

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)