Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔνδρυον: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνδρυον]], το (Α)<br />δρύινη [[σφήνα]] με την οποία στερεώνεται ο [[ζυγός]] στον ρυμό.
|mltxt=[[ἔνδρυον]], το (Α)<br />δρύινη [[σφήνα]] με την οποία στερεώνεται ο [[ζυγός]] στον ρυμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδρῠον:''' τό ([[δρῦς]]), δρύϊνη [[σφήνα]], [[πάσσαλος]] ή ξύλινη [[σφήνα]] με την οποία συνδεόταν ο [[ζυγός]] με το [[άροτρο]] ([[ἱστοβοεύς]]), σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδρῠον Medium diacritics: ἔνδρυον Low diacritics: ένδρυον Capitals: ΕΝΔΡΥΟΝ
Transliteration A: éndryon Transliteration B: endryon Transliteration C: endryon Beta Code: e)/ndruon

English (LSJ)

τό, (δρῦς)

   A oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole, Hes.Op.469.    II heart-wood of trees, Hsch.

German (Pape)

[Seite 836] τό, der hölzerne Pflock am Pfluge, der quer durch das Jochholz und die Deichsel geht u. durch einen umgeschlungenen Riemen befestigt wird, Hes. O. 467; vgl. Poll. 1, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδρῠον: τό, (δρῦς) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς κερκίς, ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ τρύπημα, βοῶν... ἔνδρυον ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. αὐτόθι, Πολυδ. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔνδρυον· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.
Étymologie: ἐν, δρῦς.

Spanish (DGE)

(ἔνδρῠον) -ου, τό

• Grafía: graf. ἔνδροι- Hsch.ε 2824
1 clavija, estaca de madera que fija el yugo al timón del arado βοῶν ... ἔνδρυον ἑλκόντων Hes.Op.469, cf. Poll.1.252.
2 corazón, duramen del árbol, Hsch.ε 2824, 2827.

Greek Monolingual

ἔνδρυον, το (Α)
δρύινη σφήνα με την οποία στερεώνεται ο ζυγός στον ρυμό.

Greek Monotonic

ἔνδρῠον: τό (δρῦς), δρύϊνη σφήνα, πάσσαλος ή ξύλινη σφήνα με την οποία συνδεόταν ο ζυγός με το άροτρο (ἱστοβοεύς), σε Ησίοδ.