κόμαρος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κόμαρος]] ό, ή)<br />η [[κουμαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[φύλλωμα]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίσθ</i>-<i>αρος</i>, <i>κίσσ</i>-<i>αρος</i>)].
|mltxt=η (AM [[κόμαρος]] ό, ή)<br />η [[κουμαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[φύλλωμα]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίσθ</i>-<i>αρος</i>, <i>κίσσ</i>-<i>αρος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόμᾰρος:''' ἡ, το δέντρο «[[κουμαριά]]», [[arbutus]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμᾰρος Medium diacritics: κόμαρος Low diacritics: κόμαρος Capitals: ΚΟΜΑΡΟΣ
Transliteration A: kómaros Transliteration B: komaros Transliteration C: komaros Beta Code: ko/maros

English (LSJ)

ἡ, Ar.Av.620, Thphr.HP3.16.4, also ὁ, Amphis 38, Alciphr. 3.12:—

   A strawberry-tree, Arbutus Unedo, Ar. l.c., Thphr.HP1.5.2, Theoc.5.129,9.11, Gal.12.34, Longus 2.16.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ u. ἡ, der Erdbeerbaum, arbutus; Amphis bei Ath. II, 50 f; Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κόμαρος: ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ ὡσαύτως ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον εἶδος αὐτῆς ἐκαλεῖτο ἀνδράχνη, Γαλην. 6. 219, 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
arbousier, arbre.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée.

Greek Monolingual

η (AM κόμαρος ό, ή)
η κουμαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόμη «φύλλωμα δένδρου» + κατάλ. -αρος (πρβλ. κίσθ-αρος, κίσσ-αρος)].

Greek Monotonic

κόμᾰρος: ἡ, το δέντρο «κουμαριά», arbutus, σε Αριστοφ.