θηλύσπορος: Difference between revisions
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηλύσπορος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[θηλύσπορος]] [[γέννα]]» — οι κόρες του Δαναού, ο [[οποίος]] δεν είχε αγόρια, <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[θηλύσπορος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[θηλύσπορος]] [[γέννα]]» — οι κόρες του Δαναού, ο [[οποίος]] δεν είχε αγόρια, <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηλύσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που ανήκει στο θηλυκό [[γένος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of female kind, γέννα, of the daughters of Danaus, A.Pr.855.
German (Pape)
[Seite 1208] γέννα, weiblich, Aesch. Prom. 857.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύσπορος: -ον, τοῦ θήλεος γένους, γέννα, ἐπὶ τῶν θυγατέρων τοῦ Δαναοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 855.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté (propr. semé) par une femme.
Étymologie: θῆλυς, σπείρω.
Greek Monolingual
θηλύσπορος, -ον (Α)
φρ. «θηλύσπορος γέννα» — οι κόρες του Δαναού, ο οποίος δεν είχε αγόρια, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
θηλύσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που ανήκει στο θηλυκό γένος, σε Αισχύλ.