Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαιταλεύς: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(8)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])].
|mltxt=[[δαιταλεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο [[συνδαιτυμόνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκλητος]] [[δαιταλεύς]]» (για τον αϊτό που έτρωγε το [[συκώτι]] του Προμηθέως, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>Δαιταλῆς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ευς</i> που προήλθε από [[δαίς]] (-<i>τός</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαιταλώμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιταλεύς:''' -έως, ὁ ([[δαίνυμι]]), [[συμποσιαστής]], [[γλεντοκόπος]], συνδαιτημόνας, [[ομότροφος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.

Spanish (DGE)

(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.

Greek Monolingual

δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].

Greek Monotonic

δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.