διαφυσάω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(big3_11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dispersar soplando en todas direcciones]] μὴ ... ὁ [[ἄνεμος]] αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.<i>Phd</i>.77d, en v. pas. ἡ ψυχὴ ... εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν Pl.<i>Phd</i>.80d, cf. 84b<br /><b class="num">•</b>[[echar soplando]] en v. pas. (τοὔλαιον) διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950b.<br /><b class="num">2</b> [[soplar a través]] abs., de la brisa entre los juncos κἂν μικρά τις [[αὔρα]] διαφυσήσασα διασαλεύσῃ αὐτόν Luc.<i>Herm</i>.68<br /><b class="num">•</b>esp. para encerrar el aire [[llenar de aire]], [[inflar]] τὴν μήτρην Hp.<i>Steril</i>.238, ταύτας (τὰς φλέβας) Gal.1.605, en v. pas. ἀγγεῖα διαφυσηθέντα Hero <i>Spir</i>.2.2, τὸ ὑποχόνδριον Gal.6.265, del feto τὸ διαφυσώμενον provisto con todos los órganos de la respiración</i> Gal.4.633, τὴν ἀσκοῦ φύσιν ... διαφυσωμένην Basil.M.29.336A<br /><b class="num">•</b>fig. [[insuflar]] por parte de la divinidad σώματα c. el πνεῦμα Cels.Phil.6.78<br /><b class="num">•</b>fig. [[hinchar]], [[envanecer]] ὅταν ἢ γένος ἢ παίδευσις ... τὰ χαυνότερα ἤθη διαφυσήσῃ Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.19.<br /><b class="num">3</b> medic. [[distender]] ὅταν δὲ ἡ τῆς καρδίας θερμότης ... διαφυσήσῃ καὶ ἀνευρύνῃ (τὸν θώρακα) Gal.1.333. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[dispersar soplando en todas direcciones]] μὴ ... ὁ [[ἄνεμος]] αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.<i>Phd</i>.77d, en v. pas. ἡ ψυχὴ ... εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν Pl.<i>Phd</i>.80d, cf. 84b<br /><b class="num">•</b>[[echar soplando]] en v. pas. (τοὔλαιον) διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950b.<br /><b class="num">2</b> [[soplar a través]] abs., de la brisa entre los juncos κἂν μικρά τις [[αὔρα]] διαφυσήσασα διασαλεύσῃ αὐτόν Luc.<i>Herm</i>.68<br /><b class="num">•</b>esp. para encerrar el aire [[llenar de aire]], [[inflar]] τὴν μήτρην Hp.<i>Steril</i>.238, ταύτας (τὰς φλέβας) Gal.1.605, en v. pas. ἀγγεῖα διαφυσηθέντα Hero <i>Spir</i>.2.2, τὸ ὑποχόνδριον Gal.6.265, del feto τὸ διαφυσώμενον provisto con todos los órganos de la respiración</i> Gal.4.633, τὴν ἀσκοῦ φύσιν ... διαφυσωμένην Basil.M.29.336A<br /><b class="num">•</b>fig. [[insuflar]] por parte de la divinidad σώματα c. el πνεῦμα Cels.Phil.6.78<br /><b class="num">•</b>fig. [[hinchar]], [[envanecer]] ὅταν ἢ γένος ἢ παίδευσις ... τὰ χαυνότερα ἤθη διαφυσήσῃ Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.19.<br /><b class="num">3</b> medic. [[distender]] ὅταν δὲ ἡ τῆς καρδίας θερμότης ... διαφυσήσῃ καὶ ἀνευρύνῃ (τὸν θώρακα) Gal.1.333. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαφῡσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσώ]], [[πνέω]] [[ανάμεσα]] σε, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A blow in different directions, disperse, μὴ . . ὁ ἄνεμος αὐτὴν (sc. τὴν ψυχὴν) διαφυσᾷ Pl.Phd.77d:—Pass., ib.8cd, 84b. II blow or breathe through, Luc.Herm.68; ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950c (Pass.). III inflate, fill with air, μήτραν Hp.Steril.228, cf. Gal. 1.605.
German (Pape)
[Seite 612] 1) zerblasen, verwehen; ὁ ἄνεμος τὴν ψυχήν Plat. Phaed. 77 d, u. pass. 80 d; herausblasen, pass., Plut. pr. frig. 13. – 2) durchblasen, durchwehen, Luc. Hermot. 68.
Greek (Liddell-Scott)
διαφῡσάω: φυσῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, μὴ… ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τήν ψυχὴν) διαφυσᾷ Πλάτ. Φαίδωνι· 77D. - Παθ., αὐτόθι 80D, 84Β. ΙΙ. φυσῶ διὰ μέσου, Λουκ. Ἑρμοτ. 68· ἐκ τοῦ στόματος Πλούτ. 2. 950Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 disperser d’un souffle en différentes directions;
2 souffler à travers.
Étymologie: διά, φυσάω.
Spanish (DGE)
1 dispersar soplando en todas direcciones μὴ ... ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77d, en v. pas. ἡ ψυχὴ ... εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν Pl.Phd.80d, cf. 84b
•echar soplando en v. pas. (τοὔλαιον) διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950b.
2 soplar a través abs., de la brisa entre los juncos κἂν μικρά τις αὔρα διαφυσήσασα διασαλεύσῃ αὐτόν Luc.Herm.68
•esp. para encerrar el aire llenar de aire, inflar τὴν μήτρην Hp.Steril.238, ταύτας (τὰς φλέβας) Gal.1.605, en v. pas. ἀγγεῖα διαφυσηθέντα Hero Spir.2.2, τὸ ὑποχόνδριον Gal.6.265, del feto τὸ διαφυσώμενον provisto con todos los órganos de la respiración Gal.4.633, τὴν ἀσκοῦ φύσιν ... διαφυσωμένην Basil.M.29.336A
•fig. insuflar por parte de la divinidad σώματα c. el πνεῦμα Cels.Phil.6.78
•fig. hinchar, envanecer ὅταν ἢ γένος ἢ παίδευσις ... τὰ χαυνότερα ἤθη διαφυσήσῃ Gr.Naz.Ep.249.19.
3 medic. distender ὅταν δὲ ἡ τῆς καρδίας θερμότης ... διαφυσήσῃ καὶ ἀνευρύνῃ (τὸν θώρακα) Gal.1.333.
Greek Monotonic
διαφῡσάω: μέλ. -ήσω,
I. φυσώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω, σε Πλάτ.
II. φυσώ, πνέω ανάμεσα σε, σε Λουκ.