νησοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νησοειδής]], -ές (Α) [[νήσος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[νησί]] («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον [[ὥστε]] [[πόρρωθεν]] νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.). | |mltxt=[[νησοειδής]], -ές (Α) [[νήσος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[νησί]] («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον [[ὥστε]] [[πόρρωθεν]] νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νησοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[νησί]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like an island, Str.3.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.
Greek Monolingual
νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).
Greek Monotonic
νησοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νησί, σε Στράβ.