ὁρκοῦρος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁρκοῡρος, ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί ένα [[έρκος]], έναν προμαχώνα ή περίβολο, [[ερκούρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική γρφ. του [[ἑρκοῦρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οὗρος</i> «[[φύλαξ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ὁρκάνη]]: [[ἑρκάνη]].
|mltxt=ὁρκοῡρος, ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί ένα [[έρκος]], έναν προμαχώνα ή περίβολο, [[ερκούρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική γρφ. του [[ἑρκοῦρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>οὗρος</i> «[[φύλαξ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ὁρκάνη]]: [[ἑρκάνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁρκοῦρος:''' ὁ, = <i>ἑρκ-οῦρος</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκοῦρος Medium diacritics: ὁρκοῦρος Low diacritics: ορκούρος Capitals: ΟΡΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: horkoûros Transliteration B: horkouros Transliteration C: orkoyros Beta Code: o(rkou=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A v. ἑρκοῦρος.

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁρκοῡρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.

Greek Monotonic

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκ-οῦρος, σε Ανθ.