ποδορραγής: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές Α<br />(για το [[νερό]] της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα [[πόδι]] αλόγου ράγισε την [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>-, πρ<b>βλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[ῥήγνυμι]] «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>ρραγής</i>].
|mltxt=-ές Α<br />(για το [[νερό]] της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα [[πόδι]] αλόγου ράγισε την [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>-, πρ<b>βλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[ῥήγνυμι]] «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>ρραγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποδορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), αυτός που [[σπάζει]] κατά την [[κρούση]] των ποδιών, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδορρᾰγής Medium diacritics: ποδορραγής Low diacritics: ποδορραγής Capitals: ΠΟΔΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: podorragḗs Transliteration B: podorragēs Transliteration C: podorragis Beta Code: podorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A bursting forth at a stamp of the foot, ὕδατα π., of Pirene and Hippocrene, AP9.225 (Honest.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ Ἱπποκρήνη, Ἀνθ. Π. 9. 225.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’entrouvre d’un coup de pied.
Étymologie: πούς, ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές Α
(για το νερό της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. -ρράγ-ην, παθ. αόρ. β' του ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο-ρραγής].

Greek Monotonic

ποδορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που σπάζει κατά την κρούση των ποδιών, σε Ανθ.