νεωκορία: Difference between revisions
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[νεωκορία]] και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) [[νεωκόρος]]<br />το [[έργο]] και το [[καθήκον]] του νεωκόρου, η [[καθαριότητα]], η [[φροντίδα]] του ναού. | |mltxt=η (Α [[νεωκορία]] και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) [[νεωκόρος]]<br />το [[έργο]] και το [[καθήκον]] του νεωκόρου, η [[καθαριότητα]], η [[φροντίδα]] του ναού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεωκορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το [[αξίωμα]] του <i>νεωκόρου</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.
Greek Monolingual
η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.
Greek Monotonic
νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.