συνεπιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[επίσης]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[καθιστώ]] προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πνεῡμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> στρέφομαι ταυτόχρονα [[προς]] ένα [[σημείο]] («κεραῑαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐπιστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[επίσης]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[καθιστώ]] προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πνεῡμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> στρέφομαι ταυτόχρονα [[προς]] ένα [[σημείο]] («κεραῑαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] συγχρόνως, [[περιστρέφω]] μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστρέφω Medium diacritics: συνεπιστρέφω Low diacritics: συνεπιστρέφω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synepistréphō Transliteration B: synepistrephō Transliteration C: synepistrefo Beta Code: sunepistre/fw

English (LSJ)

   A turn at the same time, τοῦ ἀτράκτου τὴν περιφοράν Pl.R.617c:—Pass., -ομένου τοῦ ἄξονος Heliod. ap. Orib.49.9.27; of one being massaged, Gal.6.177.    2 help to make attentive, Plu.Num.14; πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν turn towards them also, Id.2.542c, etc.    II twist together like strands, Pl.Ti.84d:—Pass., πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν to be intertwined in their characters with a view to... Plu. Comp.Lyc.Num.4.    III intr., turn jointly towards, πρὸς ἀλλήλας Id.Num.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω ὁμοῦ, Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφορὰν Πλάτ. Πολ. 617C, πρβλ. Τίμ. 84C. 2) ἀπὸ κοινοῦ στρέφω πρός τι, καθιστῶ τινα προσεκτικόν, Πλουτ. Νουμ. 14· τὸν ἀκροατὴν πρὸς ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 542C, κτλ. ― Παθ., οὐ πρὸς ἓν τέλος ὀφείλοντας ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι καὶ συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. καὶ Νουμ. Συγκρ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι ὁμοῦ πρός τι, πρὸς ἀλλήλας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 13.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 aider à tourner vers soi, càd à rendre attentif ; fig. attirer vers soi l’attention de, acc.;
2 Pass. se tourner ou s’appliquer : τοῖς ἤθεσι PLUT de toute la force de son caractère à qch;
II. intr. se tourner ou se retourner ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπιστρέφω.

Greek Monolingual

Α ἐπιστρέφω
1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.)
2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
3. συστρέφω, περιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ πνεῡμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», Πλάτ.)
4. στρέφομαι ταυτόχρονα προς ένα σημείο («κεραῑαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», Πλούτ.).

Greek Monolingual

Α ἐπιστρέφω
1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.)
2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
3. συστρέφω, περιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ πνεῡμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», Πλάτ.)
4. στρέφομαι ταυτόχρονα προς ένα σημείο («κεραῑαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεπιστρέφω: μέλ. -ψω,
1. στρέφω συγχρόνως, περιστρέφω μαζί, σε Πλάτ.
2. καθιστώ κάποιον προσεκτικό από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.