δίσκηπτρος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίσκηπτρος]], -ον (Α)<br />[[δίθρονος]], [[δικρατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σκήπτρον</i>]. | |mltxt=[[δίσκηπτρος]], -ον (Α)<br />[[δίθρονος]], [[δικρατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σκήπτρον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίσκηπτρος:''' -ον ([[σκῆπτρον]]), αυτός που έχει [[δύο]] σκήπτρα, [[δίθρονος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).
German (Pape)
[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.
Greek (Liddell-Scott)
δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.
Spanish (DGE)
-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.
Greek Monolingual
δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].
Greek Monotonic
δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.