Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυστοφόρος]], -ον (Α)<br />(για ιππέα) οπλισμένος με [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστόν]] «[[δόρυ]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[ξυστοφόρος]], -ον (Α)<br />(για ιππέα) οπλισμένος με [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυστόν]] «[[δόρυ]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξυστοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κρατάει [[δόρυ]], [[ακόντιο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστοφόρος Medium diacritics: ξυστοφόρος Low diacritics: ξυστοφόρος Capitals: ΞΥΣΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: xystophóros Transliteration B: xystophoros Transliteration C: ksystoforos Beta Code: custofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A lance-bearing, of horsemen, X.Cyr.7.5.41, 8.3.16, Plb.5.53.2, D.S.19.27, Ascl.Tact.2.12, Arr.Tact.4.4, Plu. Flam.17.

German (Pape)

[Seite 283] Stangen-, Lanzenträger, Xen. Cyr. 7, 5, 41. 8, 3, 16 u. Sp., wie Pol., ἱππεῖς 5, 53, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, ἐπὶ ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 41., 8. 3, 16, Πολύβ. 5. 53, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
porteur d’une javeline, garde.
Étymologie: ξυστόν, φέρω.

Greek Monolingual

ξυστοφόρος, -ον (Α)
(για ιππέα) οπλισμένος με δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -φόρος].

Greek Monotonic

ξυστοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατάει δόρυ, ακόντιο, σε Ξεν.