μυλήφατος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλήφατος]], -ον (ΑΜ)<br />αλεσμένος στον μύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» — για την [[εναλλαγή]] <i>θ</i>- / <i>φ</i><br /><b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρηΐ</i>-<i>φατος</i>, <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>].
|mltxt=[[μυλήφατος]], -ον (ΑΜ)<br />αλεσμένος στον μύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» — για την [[εναλλαγή]] <i>θ</i>- / <i>φ</i><br /><b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρηΐ</i>-<i>φατος</i>, <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλήφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *[[φένω]]), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλήφᾰτος Medium diacritics: μυλήφατος Low diacritics: μυλήφατος Capitals: ΜΥΛΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: mylḗphatos Transliteration B: mylēphatos Transliteration C: mylifatos Beta Code: mulh/fatos

English (LSJ)

ον, (θείνω)

   A bruised in a mill, εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.

English (Autenrieth)

(φένω): crushed in a mill, ground, Od. 2.355†.

Greek Monolingual

μυλήφατος, -ον (ΑΜ)
αλεσμένος στον μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ- / φ
βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ-φατος, δουρί-φατος].

Greek Monotonic

μῠλήφᾰτος: -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *φένω), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.