σφηνοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σφηνοκέφαλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός του οποίου το [[κεφάλι]] έχει [[σχήμα]] σφήνας, [[δηλαδή]] [[είναι]] επίμηκες και πεπλατυσμένο στα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | |mltxt=-η, -ο / [[σφηνοκέφαλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός του οποίου το [[κεφάλι]] έχει [[σχήμα]] σφήνας, [[δηλαδή]] [[είναι]] επίμηκες και πεπλατυσμένο στα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφηνοκέφαλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό [[κεφάλι]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.
Greek (Liddell-Scott)
σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.
Greek Monolingual
-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].
Greek Monotonic
σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.