ἔννηφιν: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(12) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔννηφιν]] και ἔνηφιν<br />επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. [[ένος]], -η, -ον (Α)<br />την [[τρίτη]] [[μέρα]], [[μεθαύριο]] («ἔς τ' [[αὔριον]] ἔς τ' ἔνηφιν» — και για [[αύριο]] και για [[μεθαύριο]], <b>Ησίοδ.</b>). | |mltxt=[[ἔννηφιν]] και ἔνηφιν<br />επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. [[ένος]], -η, -ον (Α)<br />την [[τρίτη]] [[μέρα]], [[μεθαύριο]] («ἔς τ' [[αὔριον]] ἔς τ' ἔνηφιν» — και για [[αύριο]] και για [[μεθαύριο]], <b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔννηφιν:''' βλ. [[ἔνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. ἔνος (B).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔννηφιν: ἴδε ἐν λ. ἔνος.
Greek Monolingual
ἔννηφιν και ἔνηφιν
επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. ένος, -η, -ον (Α)
την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔνηφιν» — και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἔννηφιν: βλ. ἔνος.