μίμησις: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> imitation;<br /><b>2</b> représentation, image, portrait;<br /><b>3</b> représentation théâtrale.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> imitation;<br /><b>2</b> représentation, image, portrait;<br /><b>3</b> représentation théâtrale.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μίμησις:''' [ῑ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αντιγραφή]], [[απομίμηση]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>κατὰ σὴν μίμησιν</i>, σε [[μιμούμαι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπαράσταση]] με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· [[αναπαράσταση]], [[εξεικόνιση]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμησις Medium diacritics: μίμησις Low diacritics: μίμησις Capitals: ΜΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: mímēsis Transliteration B: mimēsis Transliteration C: mimisis Beta Code: mi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A imitation, Ar.Th.156, Th.1.95, Pl.Grg. 511a, etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.Ra.109; reproduction of a model, Dionys. ap. Syrian.in Hermog.1.3 R.    II representation by means of art, Pl.Sph.265b, R.598b, al.; esp. of dramatic poetry, Arist.Po.1447a22, al.    2 representation, portrait, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Hdt.3.37, cf. Hp.Vict.1.21.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, das Nachahmen, die Nachahmung; Ar. Th. 156; Thuc. 1, 95; öfter bei Plat., καὶ ἀπεικασία, Critia. 107 b; Folgde, wie Luc. u. Plut., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μίμησις: [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης παράστασις, Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) παράστασις, εἰκών, ὁμοίωμα, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 imitation;
2 représentation, image, portrait;
3 représentation théâtrale.
Étymologie: μιμέομαι.

Greek Monotonic

μίμησις: [ῑ], ἡ,
I. αντιγραφή, απομίμηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ σὴν μίμησιν, σε μιμούμαι, σε Αριστοφ.
II. αναπαράσταση με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· αναπαράσταση, εξεικόνιση, σε Ηρόδ.