εὔκνημος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκνημος Medium diacritics: εὔκνημος Low diacritics: εύκνημος Capitals: ΕΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: eúknēmos Transliteration B: euknēmos Transliteration C: eyknimos Beta Code: eu)/knhmos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.).    II as Subst., a plant in Nic. Th.648, Al.372.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles jambes ; subst.εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ. εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].

Greek Monotonic

εὔκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.