κέαρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέαρ]], τὸ (Α)<br />η [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρδιά]]].
|mltxt=[[κέαρ]], τὸ (Α)<br />η [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρδιά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέᾰρ:''' συνηρ. [[κῆρ]], βλ. αυτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέᾰρ Medium diacritics: κέαρ Low diacritics: κέαρ Capitals: ΚΕΑΡ
Transliteration A: kéar Transliteration B: kear Transliteration C: kear Beta Code: ke/ar

English (LSJ)

contr. κῆρ (q.v.). κέαρνον, τό, (κεάζω)

   A carpenter's axe, Hsch.(pl.). κέαρος· ὄρτυξ, Id. κεάσματα, τά, chips, Id. κέᾰται, κέᾰτο, Ep. 3pl. pres. and impf. of κεῖμαι.

German (Pape)

[Seite 1410] (zsgzgn κῆρ, u. so allein Hom., s. unten), αρος, τό, das Herz; gew. übertr., ἐμὸν κέαρ οὔ ποτε φάσει Pind. N. 7, 102; ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων I. 4, 22; oft bei Aesch., κέαρ ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς Prom. 184; ἠλγύνθην, ἀχθεσθῇ κέαρ, 245. 390; ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Ch. 26; Soph. O. C. 661 Tr. 626; Eur. Med. 911.

Greek (Liddell-Scott)

κέᾰρ: συνῃρ. κῆρ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. κῆρ.

English (Slater)

κέαρ
   1 heart as seat of the feelings. θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ (P. 10.22) τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι (N. 7.102) τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται (I. 5.20) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς of Kassandra Πα. 8A. 11.

Greek Monolingual

κέαρ, τὸ (Α)
η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδιά].

Greek Monotonic

κέᾰρ: συνηρ. κῆρ, βλ. αυτ.