λιθίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθίδιον]], τὸ (ΑM) [[λίθος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λίθος]] στην ουροδόχο [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λιθάρι]], [[πετραδάκι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] («τὰ ἐνδάδε λιθίδια [[εἶναι]] ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άμμος]] στα [[ούρα]].
|mltxt=[[λιθίδιον]], τὸ (ΑM) [[λίθος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λίθος]] στην ουροδόχο [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λιθάρι]], [[πετραδάκι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] («τὰ ἐνδάδε λιθίδια [[εἶναι]] ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άμμος]] στα [[ούρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθίδιον:''' τό, υποκορ. του [[λίθος]], [[λιθαράκι]], [[χαλίκι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθίδιον Medium diacritics: λιθίδιον Low diacritics: λιθίδιον Capitals: ΛΙΘΙΔΙΟΝ
Transliteration A: lithídion Transliteration B: lithidion Transliteration C: lithidion Beta Code: liqi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of λίθος,

   A pebble, gem, Pl.Phd.110d, Arist.Pr. 934b22, Plu.2.979b, Luc.Hist.Conscr.4.    2 gravel in the urine, Hp. Coac.578 (pl.); stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60 (sg.).

German (Pape)

[Seite 44] τό, dim. von λίθος, Steinchen, Plat. Phaed. 110 d u. Sp., wie Luc. hist. conscrib. 4. Auch Edelstein, Clem. Al. – Vom Blasenstein, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, «λιθάρι», «χαλίκι», Πλάτ. Φαίδων 110D, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29. 2) λίθος ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pierre ; particul.
1 pierre, calcul vésical;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.

Greek Monolingual

λιθίδιον, τὸ (ΑM) λίθος
μσν.
λίθος στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
1. λιθάρι, πετραδάκι
2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.)
3. άμμος στα ούρα.

Greek Monotonic

λῐθίδιον: τό, υποκορ. του λίθος, λιθαράκι, χαλίκι, σε Πλάτ.