χαλκευτός: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλκεύω]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χαλκό ή από [[άλλο]] [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («[[στίλος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλκεύω]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χαλκό ή από [[άλλο]] [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («[[στίλος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από [[μέταλλο]], κατεργασμένος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A wrought of metal: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν AP7.409 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1330] adj. verb. von χαλκεύω, aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, στίχος χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
travaillé en airain ou en métal ; fait solidement.
Étymologie: χαλκεύω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χαλκεύω
1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο
2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
χαλκευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.