ἑλκοποιός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει. | |mltxt=[[ἑλκοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑλκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:09, 30 December 2018
English (LSJ)
όν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait une blessure.
Étymologie: ἕλκος, ποιέω.
Spanish (DGE)
-όν
que produce heridas, lacerante οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα y no causan heridas los emblemas A.Th.398
•que es dañino de un insecto, Hsch.s.u. ἑλκοποιόν.
Greek Monolingual
ἑλκοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει.
Greek Monotonic
ἑλκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που έχει τη δύναμη να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.