δορίπαλτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίπαλτος]], -ον (Α)<br />«[[δορίπαλτος]] [[χείρ]]» — το δεξί [[χέρι]], αυτό που πάλλει το [[δόρυ]]. | |mltxt=[[δορίπαλτος]], -ον (Α)<br />«[[δορίπαλτος]] [[χείρ]]» — το δεξί [[χέρι]], αυτό που πάλλει το [[δόρυ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το [[δόρυ]], <i>ἐκ χερὸς δοριπάλτου</i>, δηλ. στο δεξί [[χέρι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πάλλω)
A wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου on the right hand, A.Ag.117 (lyr., δορυ- cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 658] speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύπαλτος haben.
Greek (Liddell-Scott)
δορίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ πάλλων, σείων τὸ δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui brandit la lance.
Étymologie: δόρυ, πάλλω.
Greek Monolingual
δορίπαλτος, -ον (Α)
«δορίπαλτος χείρ» — το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ.
Greek Monotonic
δορίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.