συνεραστής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[ἐραστής]]<br />αυτός που αγαπά το ίδιο [[πράγμα]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς ἀληθείας συνεραστά», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |mltxt=ὁ, Α [[ἐραστής]]<br />αυτός που αγαπά το ίδιο [[πράγμα]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς ἀληθείας συνεραστά», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεραστής:''' -οῦ, ὁ, από κοινού [[εραστής]], αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . ., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.
Greek (Liddell-Scott)
συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.
Greek Monolingual
ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).
Greek Monolingual
ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).
Greek Monotonic
συνεραστής: -οῦ, ὁ, από κοινού εραστής, αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.