δυσπαραμύθητος: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο (AM [[δυσπαραμύθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον [[πάθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα καθησυχάζει. | |mltxt=-η -ο (AM [[δυσπαραμύθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον [[πάθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα καθησυχάζει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπαραμύθητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[μῡ], ον,
A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45. II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
•difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.
Greek Monolingual
-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.
Greek Monotonic
δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.