στελμονίαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=οἱ, Α<br />φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για [[κυνήγι]] άγριων θηραμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στελ</i>- του [[στέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μον</i>-<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἁρμονία]])].
|mltxt=οἱ, Α<br />φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για [[κυνήγι]] άγριων θηραμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στελ</i>- του [[στέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μον</i>-<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἁρμονία]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στελμονίαι:''' αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελμονίαι Medium diacritics: στελμονίαι Low diacritics: στελμονίαι Capitals: ΣΤΕΛΜΟΝΙΑΙ
Transliteration A: stelmoníai Transliteration B: stelmoniai Transliteration C: stelmoniai Beta Code: stelmoni/ai

English (LSJ)

αἱ,

   A broad belts put round dogs when used to hunt wild beasts, X.Cyn.6.1.

German (Pape)

[Seite 934] αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.

Greek (Liddell-Scott)

στελμονίαι: -αἱ, εὐρεῖαι ζῶναι δι’ ὧν περιέβαλλον τοὺς κύνας ὁσάκις ἀπήρχοντο εἰς θύραν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κυν. 6, 1, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ στέλμα = στέφος.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
larges sangles pour les chiens de chasse.
Étymologie: στέλλω.

Greek Monolingual

οἱ, Α
φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ- του στέλλω + επίθημα -μον-ία (πρβλ. ἁρμονία)].

Greek Monotonic

στελμονίαι: αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.