προσρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ορμώ]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον ή [[πλησιάζω]] [[κάτι]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ορμώ]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον ή [[πλησιάζω]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>·<br /><b class="num">1.</b> ρέω προς κάποιο [[σημείο]], χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> έρπω, [[πλησιάζω]] προς, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσρέω Medium diacritics: προσρέω Low diacritics: προσρέω Capitals: ΠΡΟΣΡΕΩ
Transliteration A: prosréō Transliteration B: prosreō Transliteration C: prosreo Beta Code: prosre/w

English (LSJ)

aor. Pass. προσερρύην (v. infr.),

   A flow towards a point, stream in, assemble, Hdt.1.62; steal or creep towards, τινὸς προσρυέντος τῇ τραπέζῃ Plu.2.760a; also, rush up to, αὐτῷ προσρυεις Id.Brut.16, cf. Parth.7.1, Luc.Am.8, Philostr.VS2.30.    II Med., ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται has losses, Hp.Superf.42.

German (Pape)

[Seite 779] (s. ῥέω), hinzufließen, Sp. – Auch von einer Menschenmenge, zusammenströmen, -kommen, Her. 1, 62; von einem Einzelnen, τῶν οἰκετῶν τινος προσρυέντος ἔξωθεν τῇ τραπέζῃ, Plut. amator. 16, da er gegen den Tisch lief; auch zufließen, zukommen, zu Theil werden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσρέω: (ἴδε ῥέω) ῥέω πρός τι σημεῖον, «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - ἕρπω πρός, πλησιάζω πρός..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁρμῶ πρός..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων».

French (Bailly abrégé)

couler vers, d’où
1 affluer;
2 se glisser vers, τινι.
Étymologie: πρός, ῥέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ορμώ σε κάποιον
αρχ.
1. (για πλήθος ανθρώπων) συνέρχομαι, συναθροίζομαι
2. τρέχω προς κάποιον ή πλησιάζω κάτι.

Greek Monotonic

προσρέω: μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην·
1. ρέω προς κάποιο σημείο, χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.
2. έρπω, πλησιάζω προς, τινί, σε Πλούτ.