πιθών: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(32)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πιθεών]], -ῶνος, ὁ, ΜΑ<br />ο [[τόπος]] όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i>/-<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=και [[πιθεών]], -ῶνος, ὁ, ΜΑ<br />ο [[τόπος]] όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i>/-<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐθών:''' -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]), [[υπόγειο]], [[αποθήκη]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• πῐθών:</b> μτχ. αορ. βʹ του [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 21:19, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθών Medium diacritics: πιθών Low diacritics: πιθών Capitals: ΠΙΘΩΝ
Transliteration A: pithṓn Transliteration B: pithōn Transliteration C: pithon Beta Code: piqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πίθος)

   A cellar, Pherecr.138, Eup.111, IG11(2).287 A 168 (Delos, iii B.C.), 12(5).872.52 (Tenos, iii B.C.(?)); cf. πιθεών.
πῐθών, aor. 2 part. of πείθω, Pi.P.3.28.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πιθεών, Phereer. bei Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πῑθών: -ῶνος, ὁ (πίθος) τόπος πλήρης πίθων, ἀποθήκη, Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: πιθεών, παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.

Greek Monolingual

και πιθεών, -ῶνος, ὁ, ΜΑ
ο τόπος όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα -εών/-ών (πρβλ. αμπελ-ών)].

Greek Monotonic

πῐθών: -ῶνος, ὁ (πίθος), υπόγειο, αποθήκη, σε Ανθ.
• πῐθών: μτχ. αορ. βʹ του πείθω.