ἀνόστητος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνόστητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γυρίζει [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει [[κανείς]] («[[ἀνόστητος]] [[χῶρος]] ἐνέρων» — για τον Αδη). | |mltxt=[[ἀνόστητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γυρίζει [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει [[κανείς]] («[[ἀνόστητος]] [[χῶρος]] ἐνέρων» — για τον Αδη). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνόστητος:''' -ον ([[νοστέω]]), [[τόπος]] απ' όπου δεν επιστρέφει [[κανείς]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unreturning, Orph.A.1269. II whence none return, χῶρος ἐνέρων AP7.467 (Antip. Sid.), cf. Opp.H.3.586, etc.
German (Pape)
[Seite 242] 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόστητος: -ον, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Ὀρφ. Ἀργ. 1268. ΙΙ. ὁ τόπος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων Ἀνθ. Π. 7. 467, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 586, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 d’où l’on ne revient pas.
Étymologie: ἀ, νοστέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no regresa Orph.A.1269.
2 de donde no se regresa ἐς τὸν ἀ. χῶρον ἔβης ἐνέρων AP 7.467 (Antip.Sid.), cf. Trag.Adesp.658.17, λόχος Opp.H.3.586, el Hades, Nonn.D.30.159, Par.Eu.Io.2.22, κόλποι Nonn.Par.Eu.Io.5.25, τύμβοι Nonn.Par.Eu.Io.5.28.
Greek Monolingual
ἀνόστητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω
2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).
Greek Monotonic
ἀνόστητος: -ον (νοστέω), τόπος απ' όπου δεν επιστρέφει κανείς, σε Ανθ.