ἀργυρίδιον: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυρίδιον]], το (Α)<br />(με περιφρονητική [[σημασία]]) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του <i>αργύριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]]]. | |mltxt=[[ἀργυρίδιον]], το (Α)<br />(με περιφρονητική [[σημασία]]) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του <i>αργύριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρίδιον:''' [ρῑ], τό, = [[ἀργύριον]], με περιφρονητική [[σημασία]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
[ρῑ], τό,
A = ἀργύριον, generally (but not always, cf. Alciphr.3.38) in a contemptuous sense, Ar. Pl.147,Fr.547, Eup.113; ἀ. καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Socr.Ep.36, Olymp.in Grg.p.275J.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, καθόλου μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 147, Ἀποσπ. 462, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 42· ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Ἰσοκρ. 291Ε· ἴδε ἐν λ. χρυσίδιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite quantité d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρίδιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ρῑ-]
pequeña cantidad de plata o dinero διὰ μικρὸν ἀ. δοῦλος γεγένημαι Ar.Pl.147, ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Ar.Fr.560, Eup.124, Din.Fr.48.3, Socr.Ep.36, Diph.19.2, Arr.Epict.1.18.22, PFam.Teb.19.4 (II d.C.), SB 7743.19, Alciphr.2.36.2, Olymp.in Grg.125.25.
Greek Monolingual
ἀργυρίδιον, το (Α)
(με περιφρονητική σημασία) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του αργύριον < άργυρος].
Greek Monotonic
ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, με περιφρονητική σημασία, σε Αριστοφ.