ἀπεριμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(6_16)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεριμέριμνος''': -ον, [[ἀμέριμνος]] ἤ [[ἀπερίσκεπτος]], Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἀμαθής]] γε νὴ Δί’, [[ὅστις]] οὑτωσί [[σφόδρα]] ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.
|lstext='''ἀπεριμέριμνος''': -ον, [[ἀμέριμνος]] ἤ [[ἀπερίσκεπτος]], Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἀμαθής]] γε νὴ Δί’, [[ὅστις]] οὑτωσί [[σφόδρα]] ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεριμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσκεπτος]]· επίρρ. <i>-νως</i>, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριμέριμνος Medium diacritics: ἀπεριμέριμνος Low diacritics: απεριμέριμνος Capitals: ΑΠΕΡΙΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: aperimérimnos Transliteration B: aperimerimnos Transliteration C: aperimerimnos Beta Code: a)perime/rimnos

English (LSJ)

ον, in Adv.

   A -νως unthinkingly, Ar.Nu.136.

German (Pape)

[Seite 288] (μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν θύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριμέριμνος: -ον, ἀμέριμνοςἀπερίσκεπτος, Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, ἀμαθής γε νὴ Δί’, ὅστις οὑτωσί σφόδρα ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.

Greek Monotonic

ἀπεριμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, αμέριμνος, απερίσκεπτος· επίρρ. -νως, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ.