ἀπερίοπτος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπερίοπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν προσέχει [[γύρω]] του, [[αμέριμνος]]. | |mltxt=[[ἀπερίοπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν προσέχει [[γύρω]] του, [[αμέριμνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.
German (Pape)
[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ , 117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: ἀ, περιόψομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
•c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.
Greek Monolingual
ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.
Greek Monotonic
ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.