ἀπαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαμείβομαι]] (Α)<br />[[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]].
|mltxt=[[ἀπαμείβομαι]] (Α)<br />[[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπημείφθην</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀπάμειπτο</i>· αποθ., [[αποκρίνομαι]], [[απαντώ]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰμείβομαι Medium diacritics: ἀπαμείβομαι Low diacritics: απαμείβομαι Capitals: ΑΠΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: apameíbomai Transliteration B: apameibomai Transliteration C: apameivomai Beta Code: a)pamei/bomai

English (LSJ)

fut. -ψομαι: aor.

   A ἀπημείφθην X.An.2.5.15: plpf. ἀπάμειπτο AP14.2, Nonn.D.8.165:—reply, answer, freq. in Hom., but always with a second more definite Verb, as ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, al.; ἀπαμείβετς φώνησέν τε 20.199, al.; ὧδε ἀ. X. l.c.; τινά Theoc.8.8.

German (Pape)

[Seite 277] dep. pass., ἀπημείφθην Xen. An. 2, 5, 15, ἀπάμειπτο probl. arith. 2. 42 (XIV, 3. 4), erwidern, antworten; bei Hom. in den Formen ἀπαμείβετο (nicht selten), ἀπαμειβόμενος (sehr oft), ἀπαμειβόμενοι Od. 9, 409, ἀπαμειβόμενον neutr. Od. 4, 824. 835.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμείβομαι: ἀόρ. ἀπημείφθην Ξεν. Ἀν. 2. 5, 15: ὑπερσυντ. ἀπάμειπτο Ἀνθ. Π. 14. 3: ἀποθ.: ― ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, συνηθέστατον παρ, Ὁμ., ἀλλ’ ἀεὶ μεθ’ ἑτέρου ἐμφατικωτέρου ῥήματος, ὡς ἀπαμειβόμενος προσέφη ἢ ἀπαμείβετο φώνησέν τε· οὕτω, Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπημείφθη, δηλ. ἀπεκρίνατο, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., τινὰ Θεόκρ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

prendre la parole à son tour, répondre ; τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη IL, OD prenant la parole à son tour, il lui dit.
Étymologie: ἀπό, ἀμείβομαι.

English (Autenrieth)

answer, reply; esp., ἀπαμειβόμενος προσέφη (προσεφώνεε), and ἀπαμείβετο φώνησέν τε. In different connection, Od. 8.158.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰμείβομαι)
contestar, responder ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2S., ἀπαμείβετο φώνησέν τε Il.20.199, Od.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο AP 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.An.2.5.15, cf. Nonn.D.8.165.

Greek Monolingual

ἀπαμείβομαι (Α)
απαντώ, αποκρίνομαι.

Greek Monotonic

ἀπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, αόρ. αʹ ἀπημείφθην· γʹ ενικ. υπερσ. ἀπάμειπτο· αποθ., αποκρίνομαι, απαντώ, σε Όμηρ.