ἀντικορύσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντικορύσσομαι]] (Α)<br />οπλίζομαι [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=[[ἀντικορύσσομαι]] (Α)<br />οπλίζομαι [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντικορύσσομαι:''' Μέσ., προετοιμάζομαι για [[μάχη]] ενάντια, <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A take arms against, ἀνέμοις AP7.668 (Leon.), Ath.15.701b.
German (Pape)
[Seite 253] sich dagegen rüsten, ἀνέμοις, part. praes., Leonid. Al. 28 (VII, 668); Ath. III, 106 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικορύσσομαι: μέσ., παρασκευάζομαι εἰς μάχην, ὁπλίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 668, Ἀθήν. 702Β.
French (Bailly abrégé)
prendre les armes, lutter contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, κορύσσομαι.
Spanish (DGE)
enfrentarse, oponerse ἀνέμοις AP 7.668 (Leon.), Οὐλπιανῷ Ath.701b.
Greek Monolingual
ἀντικορύσσομαι (Α)
οπλίζομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντικορύσσομαι: Μέσ., προετοιμάζομαι για μάχη ενάντια, τινί, σε Ανθ.