ἀπαιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαιτίζω]] (Α)<br />[[απαιτώ]], [[ζητώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]] που μου πήραν με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αιτίζω]], επικ. τ. του [[αιτώ]]].
|mltxt=[[ἀπαιτίζω]] (Α)<br />[[απαιτώ]], [[ζητώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]] που μου πήραν με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αιτίζω]], επικ. τ. του [[αιτώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιτίζω:''' μόνον στη μτχ. ενεστ., = [[ἀπαιτέω]], [[απαιτώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]], <i>χρήματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.