ἀπολαυστός: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολαυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] που τον απολαμβάνει ή που [[είναι]] δυνατόν να τον απολαύσει [[κάποιος]].
|mltxt=[[ἀπολαυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] που τον απολαμβάνει ή που [[είναι]] δυνατόν να τον απολαύσει [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαυστός:''' -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί [[κάποιος]] να απολαύσει, [[απολαυστικός]], [[τερπνός]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαυστός Medium diacritics: ἀπολαυστός Low diacritics: απολαυστός Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: apolaustós Transliteration B: apolaustos Transliteration C: apolafstos Beta Code: a)polausto/s

English (LSJ)

όν,

   A enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.

German (Pape)

[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.

Greek Monolingual

ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.

Greek Monotonic

ἀπολαυστός: -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει, απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.