θύραυλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύραυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>-<i>αυλος</i>, <i>όμ</i>-<i>αυλος</i>].
|mltxt=[[θύραυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>-<i>αυλος</i>, <i>όμ</i>-<i>αυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύραυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλος Medium diacritics: θύραυλος Low diacritics: θύραυλος Capitals: ΘΥΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: thýraulos Transliteration B: thyraulos Transliteration C: thyravlos Beta Code: qu/raulos

English (LSJ)

(proparox.), ον,

   A living out of doors, of shepherds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.

Greek Monolingual

θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ-αυλος, όμ-αυλος].

Greek Monotonic

θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.