καυνάκης: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καυνάκης]], ὁ (Α)<br />χοντρό [[πανωφόρι]], [[χλαίνη]], περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («[[καυνάκης]] πορφυροῡς», Μέν.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γαυνάκης]]. | |mltxt=[[καυνάκης]], ὁ (Α)<br />χοντρό [[πανωφόρι]], [[χλαίνη]], περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («[[καυνάκης]] πορφυροῡς», Μέν.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γαυνάκης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καυνάκης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, χοντρό [[πανωφόρι]], [[πυκνός]] [[μανδύας]], σε Αριστοφ. (πιθ. περσική [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A thick cloak, Ar.V.1137; κ. πορφυροῦς Men.972; said to be of Persian or Babylonian make, Arr.An.6.29.5, Poll.7.59, cf. Sch.Ar.l.c., Semus 20, PCair.Zen.48.3 (iii B.C.), PHib.1.121.11 (iii B.C.):—also καυνάκη, ἡ, PSI6.605 (iii B.C.); cf. γαυνάκη (which is also found in codd. of Peripl.M.Rubr.6):—Dim. καυνάκιον, τό, Zonar. (Assyr. gaunakka 'frilled and flounced mantle'.)
Greek (Liddell-Scott)
καυνάκης: ᾰ, ου, ὁ, παχὺ ἐπανωφόριον, χλαῖνα, σισύρα, Ἀριστοφ. Σφ. 1137· κ. πορφυροῦς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 509· λεγόμενον Περσικῆς ἢ Βαβυλωνιακῆς κατασκευῆς, διὸ καὶ ὁ Σχολ. (Ἀριστοφ. Σφ. 1137) «βαρβαρικὸν φόρημα»· «στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ., πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29, 8, Πολυδ. Ζ΄, 59, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 622C· φέρεται: γαυνάκης ἐν Κλήμ. Ἀλ. 216, Ζωναρ.- Ὑποκορ. καυνάκιον, τό, Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de manteau épais, pelisse d’origine perse.
Étymologie: DELG iranien gaunaka « poilu » ; le lat. a emprunté gaunacum, gaunaca au grec.
Greek Monolingual
καυνάκης, ὁ (Α)
χοντρό πανωφόρι, χλαίνη, περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («καυνάκης πορφυροῡς», Μέν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαυνάκης.
Greek Monotonic
καυνάκης: [ᾰ], -ου, ὁ, χοντρό πανωφόρι, πυκνός μανδύας, σε Αριστοφ. (πιθ. περσική λέξη).