εὐτρόχαλος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐτρόχαλος]] και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται, [[γρήγορα]] ή ορμητικά<br /><b>2.</b> [[τελείως]] [[στρογγυλός]], [[ολοστρόγγυλος]]<br /><b>3.</b> [[κυκλοτερής]], [[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] «αυτός που τρέχει-[[στρογγυλός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τρέχω]])]. | |mltxt=[[εὐτρόχαλος]] και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται, [[γρήγορα]] ή ορμητικά<br /><b>2.</b> [[τελείως]] [[στρογγυλός]], [[ολοστρόγγυλος]]<br /><b>3.</b> [[κυκλοτερής]], [[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] «αυτός που τρέχει-[[στρογγυλός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τρέχω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐτρόχᾰλος:''' Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον ([[τρέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τρέχει [[καλά]], αυτός που κινείται [[γρήγορα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολοστρόγγυλος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω)
A running well, quick-moving, ποταμός Opp.C.2.131; μέλισσα APl.4.36 (Agath.); ἀοιδή A.R.4.907; γλῶσσα IG5(1).264 (Sparta, Aug.). II well-rounded, σφαῖρα, κύκλος, A.R.3.135, Man.2.130; λίνον Nic.Al.134; ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ on the rounded threshing-floor, Hes.Op.599,806.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρόχᾰλος: Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) καλῶς ῥέων, ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131˙ μέλισσα Ἀνθ. Πλαν. 36˙ ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. ὁλοστρόγγυλος, σφαῖρα, κύκλος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130˙ ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον˙ εὔκυκλον. ταχινόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui court rapidement, rapide, léger en parl. d’un char, d’une abeille, d’un chant;
2 où l’on court bien, plan, uni ; selon d’autres bien arrondi.
Étymologie: εὖ, τρέχω.
Greek Monolingual
εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά
2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος
3. κυκλοτερής, στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].
Greek Monotonic
εὐτρόχᾰλος: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον (τρέχω),·
I. αυτός που τρέχει καλά, αυτός που κινείται γρήγορα, σε Ανθ.
II. ολοστρόγγυλος, σε Ησίοδ.