ὄρνιος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αγριοσυκιά]], [[ορνιά]]<br /><b>2.</b> [[αγριόσυκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἐρινεός]] «[[αγριοσυκιά]]» με [[τροπή]] του αρκτικού -<i>ε</i>- σε <i>ο</i>- υπό τη φωνητική [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>ι</i>- και [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>-].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αγριοσυκιά]], [[ορνιά]]<br /><b>2.</b> [[αγριόσυκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἐρινεός]] «[[αγριοσυκιά]]» με [[τροπή]] του αρκτικού -<i>ε</i>- σε <i>ο</i>- υπό τη φωνητική [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>ι</i>- και [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄρνιος:''' ποιητ. αντί [[ὀρνίθειος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνιος Medium diacritics: ὄρνιος Low diacritics: όρνιος Capitals: ΟΡΝΙΟΣ
Transliteration A: órnios Transliteration B: ornios Transliteration C: ornios Beta Code: o)/rnios

English (LSJ)

poet. for ὀρνίθειος, AP9.377 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 383] poet. = ὄρνειος, Pallad. 21 (IX, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνιος: ποιητ. ἀντὶ ὀρνίθειος, Ἀνθ. Π. 9. 377.

Greek Monolingual

ο
1. αγριοσυκιά, ορνιά
2. αγριόσυκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή του αρκτικού -ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ-, σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι- και συνίζηση του -ε-].

Greek Monotonic

ὄρνιος: ποιητ. αντί ὀρνίθειος, σε Ανθ.